- σπαλέτα
- η, Ν1. επωμίδα στρατιωτικής στολής2. (διαλ.) ποδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. spaleta].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επωμίδα — η 1. εξάρτημα στον καθένα από τους ώμους της στολής των αξιωματικών, όπου βρίσκονται και τα διακριτικά του βαθμού τους, σπαλέτα. 2. (ναυτ.), το μάγουλο (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)